- γύψος
- 1) gypse2) plâtre
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γύψος — chalk fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
γύψος — ο 1. ορυκτό ένυδρο θειικό ασβέστιο. 2. φρ., «Μας έβαλαν στο γύψο», μας στέρησαν από κάθε ελευθερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύψοιο — γύψος chalk fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψον — γύψος chalk fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψου — γύψος chalk fem gen sg γυψόω rub with chalk pres imperat act 2nd sg γυψόω rub with chalk imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψῳ — γύψος chalk fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
γυψόκονις — η γύψος σε σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύψος + κόνις. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη (πρβλ. γυψοκονία)] … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek
гипс — вероятно, из нем. Gips от лат. gipsum, греч. γύψος … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера